τριανταφυλλής, -ιά, -ί

τριανταφυλλής, -ιά, -ί
αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, τριανταφυλλένιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριανταφυλλής — ιά, ί, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού τριαντάφυλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. ής (πρβλ. θαλασσ ής)] …   Dictionary of Greek

  • Pop & Rock magazine — Infobox Newspaper name = Pop Rock caption = type = Music magazine format = foundation = 1978 ceased publication = price = owners = Πέτρος Τριανταφύλλης publisher = Motor Press Hellas editor = Πέτρος Τριανταφύλλης Γιώργος Τριανταφύλλης language =… …   Wikipedia

  • Dimitrios Triantafyllis — Dimítrios Triantafýllis Dimítrios Triantafýllis (en grec : Δημήτριος Τριανταφύλλης), souvent appelé Dimítris Triantafýllis (Δημήτρης Τριανταφύλλης), est un karatéka grec connu pour avoir remporté le titre de champion d Europe en kumite… …   Wikipédia en Français

  • Dimítrios Triantafýllis — (en grec : Δημήτριος Τριανταφύλλης), souvent appelé Dimítris Triantafýllis (Δημήτρης Τριανταφύλλης), est un karatéka grec connu pour avoir remporté le titre de champion d Europe en kumite individuel masculin moins de 65 kilos aux… …   Wikipédia en Français

  • Triantafýllis — Dimítrios Triantafýllis Dimítrios Triantafýllis (en grec : Δημήτριος Τριανταφύλλης), souvent appelé Dimítris Triantafýllis (Δημήτρης Τριανταφύλλης), est un karatéka grec connu pour avoir remporté le titre de champion d Europe en kumite… …   Wikipédia en Français

  • ροδίζω — ῥοδίζω ΝΜΑ [ῥόδον] 1. παίρνω ή έχω το χρώμα τού ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.) 2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα τού ρόδου νεοελλ. (για εδέσματα)… …   Dictionary of Greek

  • ροδαλός — ή, ό / ῥοδαλός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, που το χρώμα του μοιάζει με τού ρόδου, τριανταφυλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + επίθημα αλός (πρβλ. ομ αλός)] …   Dictionary of Greek

  • ροδοβαφής — ές, ΝΑ βαμμένος με χρώμα ρόδου, ροδόχρους, τριανταφυλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. μηλο βαφής, οινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • ροζέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) 1. ρόδινος, αυτός που έχει το χρώμα τού ρόδου, ροζ, τριανταφυλλής 2. το ουδ. ως ουσ. το ροζέ χαρακτηρισμός κρασιού με ρόδινο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • ρόδινος — η, ο / ῥόδινος, ίνη, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο ευοίωνος, ο αίσιος (α. «ρόδινες προοπτικές» β. «η κατάσταση δεν είναι ρόδινη») 2. το ουδ. ως ουσ. το ρόδινο το χρώμα τού ρόδου, το τριανταφυλλί, το ροζ 3. φρ. «τά βλέπει όλα ρόδινα» είναι υπερβολικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”